Ξεκίνησε από το Μόντρεαλ του Καναδά πριν από 11 χρόνια, στα 45 του, για να κάνει πεζή τον γύρο του κόσμου. Ηθελε να ξεπεράσει την κατάθλιψη και σήμερα ο Ζαν Μπελιβό πλησιάζει στην ολοκλήρωση του στόχου του: είναι ένας 56άρης που ακτινοβολεί από ευτυχία. Μπορεί να μην ξέρει το πρωί πού θα κοιμηθεί το βράδυ, μπορεί τα χρήματά του να έχουν σχεδόν τελειώσει, όμως δεν εξαρτάται από κανέναν, διεκδικεί την πλήρη ελευθερία.
Με το τρίκυκλο καρότσι του με την καναδική σημαία, όπου μεταφέρει τον υπνόσακό του και λίγα ρούχα, ο Μπελιβό διέσχιζε χθες το Κίνγκστον, στις όχθες της λίμνης Οντάριο, έναν από τους τελευταίους σταθμούς του πριν από την Οτάβα και το Μόντρεαλ, όπου θα ολοκληρώσει πανηγυρικά το εγχείρημά του στις 16 Οκτωβρίου. Ξεκίνησε ανήμερα των 45ων γενεθλίων του, στις 18 Αυγούστου 2000. Η μικρή επιχείρησή του με φωτεινές επιγραφές είχε πτωχεύσει, εκείνος είχε πάθει κατάθλιψη και, καθώς ήταν μέγας λάτρης του τζόγκινγκ, αποφάσισε να την ξεπεράσει κάνοντας τρέχοντας τον γύρο του κόσμου. Η σύντροφός του, η Λούσι, και τα δυο παιδιά του από προηγούμενο γάμο δεν προσπάθησαν να τον αποτρέψουν. Η Λούσι μάλιστα τον ενθάρρυνε να εντάξει το σχέδιό του στο πλαίσιο της δεκαετίας της UNESCO για τη μη βία και το μέλλον των παιδιών του κόσμου, έστησε για λογαριασμό του τον ιστότοπο wwwalk.org, του έστελνε χρήματα και κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα πήγαινε να τον βρει όπου κι αν βρισκόταν, όποια απόσταση κι αν έπρεπε να διανύσει. «Είμαι η Πηνελόπη του και είναι ο Οδυσσέας μου», λέει η ίδια.
Από το Μόντρεαλ, ο Μπελιβό έφτασε τρέχοντας ώς την Ατλάντα, στον Νότο των ΗΠΑ, και μετά βρήκε έναν πιο αργό ρυθμό γι' αυτήν την πορεία, κατά την οποία διήνυσε 75.000 χιλιόμετρα διασχίζοντας 64 χώρες. Εφυγε με 4.000 δολάρια και αυτό ήταν περίπου το ποσό που ξόδευε κάθε χρόνο. Διέσχισε ερήμους και βουνά, ερωτεύτηκε στο Μεξικό - για εννιά ημέρες -, φόρεσε τουρμπάνι και άφησε μακριά γενειάδα στο Σουδάν, έφαγε έντομα στην Αφρική, σκύλο στην Κορέα και φίδι στην Κίνα. Αρρώστησε σοβαρά μόνο μια φορά, στην Αλγερία, ενώ η μοναδική φορά που δέχθηκε επίθεση ήταν από δύο μεθυσμένους νεαρούς κλέφτες στη Νότια Αφρική. Στην Αντίς Αμπέμπα τον συνέλαβαν χωρίς να ξέρει το γιατί και τον άφησαν ελεύθερο την επομένη.
Κοιμήθηκε κάτω από γέφυρες, σε άσυλα αστέγων, ακόμη και σε φυλακές, όμως συχνά άνθρωποι που γνώριζε στον δρόμο τον προσκαλούσαν να φάει και να κοιμηθεί στο σπίτι τους. Σήμερα δεν έχει πια χρήματα, αλλά αισθάνεται πως είναι πλούσιος. «Εφυγα κενός, αλλά επέστρεψα με μια διανοητική αποσκευή», λέει. Σκοπεύει να γράψει ένα βιβλίο, να δώσει διαλέξεις και να προωθήσει «την αρμονία ανάμεσα στους ανθρώπους, την άρνηση της απόρριψης του άλλου».
Πηγή: tanea.gr (alex)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου